- κλειδοποιός
- ο (AM κλειδοποιός)αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, κλειδαράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο-ποιός, ηθο-ποιός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
κλειδοποιία — η [κλειδοποιός] η τέχνη κατασκευής κλειδιών … Dictionary of Greek